• Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ιστορία | Πραξικόπημα

Μνήμες της κυπριακής τραγωδίας του 1974

Το παιδικό ημερολόγιο ενός «αντιστασιακού»

15 Ιουλίου 1974

 

Σαϊττάς Λεμεσού (8.20): Φορούσα ένα χακί κοντοπαντέλονο, μια λεπτή φανελίτσα και λαστιχένια σάνταλα φλιπ-φλοπ. Οπως κάθε πρωί σκούπιζα την πλατεία στο μαγαζί του πατέρα μου. Ξαφνικά το ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει εμβατήρια. «Πραξικόπημα!», φωνάζει ένας πελάτης. Ο πατέρας μου έσβησε το γκάζι που έβραζε το νερό για τους καφέδες: «Το μαγαζί σήμερα είναι κλειστό», είπε... Οι μεγάλοι συζητούσαν τις εξελίξεις. Από την πρώτη στιγμή μιλούσαν για τον κίνδυνο τουρκικής εισβολής.

 

Τότε άρχισα να ψάχνω τις συχνότητες στο ραδιόφωνο με την ελπίδα ότι ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας θα έδινε κάποιες πληροφορίες, αλλά μάταια. Ξαφνικά έπεσα στον Ελεύθερο Ραδιοφωνικό Σταθμό της Πάφου και άκουσα ότι ο Μακάριος ήταν ζωντανός και ότι το πραξικόπημα απέτυχε.

 

Ξάπλωσα στο κρεβάτι, έκρυψα το ραδιόφωνο κάτω από το μαξιλάρι και κρυφάκουγα την εκπομπή. Φοβόμουνα μπας και άκουγαν οι πραξικοπηματίες, που ήταν ήδη στην αυλή μας. Το σπίτι μας βρίσκεται λιγότερο από 100 μέτρα από το σταυροδρόμι του Σαϊττά, όπου ήδη είχαν μαζευτεί οι ομάδες της ΕΟΚΑ Β' που δρούσαν στην περιοχή μας.

 

Οταν άκουσα το διάγγελμα του Μακαρίου από την Πάφο να λέγει πως ήταν ζωντανός, ανατρίχιασα από τη συγκίνηση. Υστερα ο σταθμός σίγησε. Το ΡΙΚ ήταν στα χέρια των πραξικοπηματιών και η Μόσχα στον κόσμο της...

 

Ξεθάρρεψα και βγήκα από το σπίτι. Περπατώντας και κλοτσώντας τις πέτρες για... αντιπερισπασμό, προσέγγισα το αρχηγείο που είχαν στήσει στο παρακείμενο σταυροδρόμι οι πραξικοπηματίες.

 

Αρχηγός τους ήταν ο Αντρέας Μουστάκας και υπαρχηγός κάποιος Φορής από το Κολόσσι, ο οποίος δολοφονήθηκε πριν από μερικά χρόνια στη Λεμεσό όταν ο υπόκοσμος της πόλης ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς του. Αυτό που μου έκανε εντύπωση από τον Φορή ήταν η γενειάδα, η βραχνή φωνή του και οι ιστορίες που διηγείτο στους άντρες που τον περιστοίχιζαν.

 

Οι πραξικοπηματίες έστησαν το αρχηγείο τους σε ένα παρακείμενο περιβόλι με βερικοκιές. Κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου δέντρου ήταν το τμήμα ανακρίσεων. Ενα άλλο δέντρο πρόσφερε σκεπή στο οπλοστάσιο. Κάτω από ένα άλλο καθόταν ο αρχηγός και έδινε οδηγίες για τις επιχειρήσεις που έπρεπε να γίνουν. Μεταξύ αυτών και η κατάληψη των αστυνομικών σταθμών της περιοχής. Από όσα θυμάμαι, και οι τέσσερις αστυνομικοί σταθμοί της περιοχής μας παραδόθηκαν αμαχητί (Κοιλάνι, Πλάτρες, Κάτω Αμίαντος, Λάνια). Θυμάμαι και μερικούς από τους αστυνομικούς που ξεφόρτωναν και στοίβαζαν κάτω από τις βερικοκιές τον οπλισμό που πήραν λάφυρα οι πραξικοπηματίες. Κάποιοι από αυτούς είναι στον κατάλογο των... αντιστασιακών και έχουν τιμηθεί με προαγωγές για την αντίστασή τους στο πραξικόπημα!

 

Στο τοπικό αρχηγείο των πραξικοπηματιών κατέληξαν και μερικά από τα αστυνομικά οχήματα. Η πρώτη τους έγνοια ήταν να σβήσουν το έμβλημα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ήταν τυπωμένο στις πόρτες των αστυνομικών «λαντ ρόβερ». Είχαν γαλάζια μπογιά, αλλά τους έλειπε το πινέλο. Ετσι, έριχναν την μπογιά στην πόρτα και την άφηναν να τρέχει για να καλύψει το τρισκατάρατο εκείνο έμβλημα. Τότε την Κυπριακή Δημοκρατία την αποκαλούσαν ψευδοκράτος, μιας και ο αγώνας τους ήταν για την Ενωση. Ξέρω μερικούς από αυτούς που με τον ίδιο φανατισμό υποστηρίζουν σήμερα τη... μη κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

 

Πρέπει να ήταν δύο - τρεις μέρες μετά το πραξικόπημα. Ο Φορής καθόταν κάτω από τον ίσκιο μιας βερικοκιάς και διηγείτο τις εμπειρίες του από τα παλιά. Οταν περιέγραψε την πρώτη εμπειρία του από το κάπνισμα χασίς με κυρίευσε ένα είδος πανικού, σαν να επρόκειτο για επικίνδυνη κολλητική ασθένεια. Σε κάποια στιγμή, στο μέσο αυτής της διήγησης, κάποιος που με γνώριζε μου είπε: «Ρε Μακάριε, γέμωσ' το παούριν νερόν». Ο Φορής, με το άκουσμα του ονόματός μου, πετάχτηκε όρθιος και με ρώτησε πώς με λένε. «Μακάριο», του είπα, τρέμοντας από τον φόβο. «Οχι!», απάντησε με τη βραχνή του φωνή, «Νικόλαος!», από το μικρό όνομα του... προέδρου Νίκου Σαμψών. Οι υπόλοιποι έσκασαν στα γέλια. Γέλασε και ο Φορής με την ψυχή του. Οταν το γύρισαν στο αστείο, χαλάρωσα. Ομως, το αστείο είχε και συνέχεια. Ο Φορής σκέφτηκε ότι Νικόλαος χωρίς βάπτιση δεν νοείται. Οπόταν, με πήραν από τις μασχάλες, ήμουν- δεν ήμουν τριάντα κιλά, και με οδήγησαν στον παρακείμενο υδατοφράκτη, όπου με βάφτισαν εικονικά Νικόλαο! Για να είμαστε δίκαιοι, δεν άσκησαν βία εναντίον μου. Απλώς έκαναν καλαμπούρι, αλλά το... Νικόλαος μου έμεινε.

 

20 Ιουλίου

 

6.30 το πρωί: Η μάνα μου με έριξε κάτω από το κρεβάτι: «Ξύπνα, ήρταν οι Τούρτζιοι!». Ηταν το πιο εφιαλτικό ξύπνημα της ζωής μου. Βέβαια, το μέτωπο του πολέμου ήταν πολύ μακριά. Μεταξύ Σαϊττά και Κερύνειας μεσολαβούν δύο οροσειρές. Γι' αυτό και ο Σαϊττάς έγινε καταφύγιο πρώτα των Λεμεσιανών, οι οποίοι φοβούνταν ότι οι Τούρκοι θα βομβάρδιζαν την πόλη, και αργότερα στα καραβάνια των προσφύγων που έφταναν κυνηγημένοι από τις περιοχές που καταλάμβανε ο τουρκικός στρατός.

 

Το ΡΙΚ μετέδιδε ότι «οι ημέτερες δυνάμεις αντιστέκονται σθεναρώς», ότι η θάλασσα της Κερύνειας γέμισε με τα πτώματα του εχθρού, ότι η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση και πως θα έμπαινε στον πόλεμο. Υστερα οι ψευδαισθήσεις έγιναν πληροφορίες από στόμα σε στόμα: «Κρητικοί κομάντος διεισδύουν τα βράδια στα κατεχόμενα και επιστρέφουν με έξι ζευγάρια αυτιά από τις δυνάμεις του εχθρού»...

 

Οταν λοιπόν «ήρταν οι Τούρτζιοι», τα παλικάρια της ΕΟΚΑ Β' φόρτωσαν τα πράγματά τους στα αυτοκίνητα, κατάργησαν το οδόφραγμα έξω από το σπίτι μας και εξαφανίστηκαν. Θα υπέθετε κανείς ότι πήγαν στο μέτωπο να πολεμήσουν τους Τούρκους.

 

Η αλήθεια είναι ότι πήγαν στο τουρκοκυπριακό χωριό Αγιος Νικόλαος, στα όρια των διοικητικών συνόρων των επαρχιών Λεμεσού και Πάφου. Δεν ξέρω τι έχουν κάνει εκεί. Ακουσα διάφορα, αλλά δεν ήμουν παρών για να τα επιβεβαιώσω. Αυτό που είδα, είναι μερικούς από τα παλικάρια του οδοφράγματος να μεταφέρουν με φορτηγό λάφυρα από τα σπίτια των Τούρκων στο χωριό μου.

 

Οταν έφυγαν οι πραξικοπηματίες από το οδόφραγμα του Σαϊττά, επισκέφθηκα ξανά το «αρχηγείο». Κάτω από τις σκιές των βερικοκιών υπήρχαν μόνον ποδοπατήματα και άδεια κουτιά τσιγάρων. Ο δρόμος ήταν καλυμμένος με χιλιάδες άδειους κάλυκες. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες σφαίρες έριξαν στον αέρα, αλλά η περιοχή έμοιαζε με πεδίο μάχης. Αργότερα ήρθε κάποιος παλιατζής, γέμισε μερικές σακούλες κάλυκες, τις φόρτωσε σε ένα φορτηγάκι και έφυγε. Ο μπρούντζος είχε πάντοτε καλή τιμή στην αγορά. Στη σκιά μιας βερικοκιάς εντόπισα μια τελαμώνα σφαίρες τυφεκίου. Την πήρα και τη μετέφερα στο σπίτι μου. Χωρίς να υπολογίζω τον κίνδυνο, δοκίμασα και άνοιξα μια σφαίρα. Τότε ανακάλυψα πως η γόμωσή τους απετελείτο από ένα υλικό που έμοιαζε με μικρά μακαρονάκια. Αναψα ένα και διαπίστωσα ότι ήταν εύφλεκτο και ότι μετά το κάψιμο άφηνε μια ανεξίτηλη γραμμή στο πάτωμα. Τότε, με τα μικρά μακαρονάκια, που δεν ήταν άλλο από πυρίτιδα, άρχισα να γράφω σε επιφάνειες από τσιμέντο τη λέξη ΜΑΚΑΡΙΟΣ.

 

15 Ιουλίου 2008

 

Τώρα που έχουν περάσει πολλά χρόνια, πολλές εκατοντάδες συμπολίτες μου αποκαλούνται αντιστασιακοί. Οι αστυνομικοί τού 1974 έχουν καταρτίσει ένα μητρώο αντιστασιακών, στο οποίο περιλαμβάνονται ακόμη και άτομα που ήταν τότε ανήλικοι μαθητές. Κάθε «αντιστασιακός» πήρε μια προαγωγή «τιμής ένεκεν» στην ιεραρχία της αστυνομίας κι αν έχει αφυπηρετήσει μεγαλύτερη σύνταξη, καθώς και από ένα μετάλλιο. Συνολικά στην Κύπρο είναι αναγνωρισμένοι 30.000 αγωνιστές και αντιστασιακοί, ασχέτως του ότι χάσαμε το μισό νησί από τους Τούρκους.

 

Εγώ δεν είμαι στη λίστα. Μήτε μετάλλιο μήτε σύνταξη. Μόνο το παρατσούκλι «Νικόλαος» μου έμεινε κληρονομιά. Και με λένε και ενδοτικό από πάνω επειδή «δεν σέβομαι και χλευάζω» τους αγώνες του κυπριακού λαού.

 

Κι όμως, είμαι ο μόνος πραγματικός αντιστασιακός στην περιοχή μου, διότι έγραφα τη λέξη Μακάριος με πυρίτιδα από το οπλοστάσιο του πραξικοπήματος!... Εξάλλου, είμαι ο μόνος Μακάριος που αντιμετώπισε την μήνιν των πραξικοπηματιών. Ο άλλος Μακάριος διέφυγε από τις βάσεις στο εξωτερικό, ο Λυσσαρίδης κρύφτηκε στην πρεσβεία της Λιβύης και χιλιάδες παράγοντες της κυπριακής κοινωνίας έστειλαν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα στον Νίκο Σαμψών...


Μακάριος Δρουσιώτης

Ελευθεροτυπία

21/07/2008