• Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

Ιστορία | Εισβολή

Δικαίωση της Α. Πάλμα ύστερα από 12 χρόνια δικαστικού αγώνα

Το κράτος ίδρυσε βιομηχανία αγνοουμένων

Απόφαση κόλαφο κατά της βιομηχανίας του Κυπριακού εξέδωσε την περασμένη Τετάρτη ο ανώτερος επαρχιακός δικαστής Μιχαήλ Παπαμιχαήλ. Η υπόθεση αφορά την πολιτική αγωγή της Αντρούλλας Πάλμα και των δύο κόρων της εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, για το ότι ο σύζυγος και πατέρας είχε δολοφονηθεί από τον τουρκικό στρατό στον Άγιο Παύλο, τον Αύγουστο του 1974, το κράτος γνώριζε ότι ήταν νεκρός και είχε ταφεί στο κοιμητήριο Λακατάμιας, όμως τον ήθελε αγνοούμενο για σκοπούς προπαγάνδας! Σήμερα καλείται να πληρώσει 300.000 ευρώ αποζημιώσεις συν τόκους από το 2001, μέρος των οποίων αποτελεί "τιμωρητικές αποζημιώσεις" για την προκλητική της συμπεριφορά από την ημέρα που είχε περισυλλεγεί η σορός του Χαράλαμπου Πάλμα μέχρι και τη διεξαγωγή της δίκης.

 

Στην πολυσέλιδη απόφαση ξεδιπλώνεται όλη η ανθρώπινη τραγωδία των συνεπειών του πολέμου του 1974, μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας που τόλμησε και αναζήτησε ευθύνες και από το κυπριακό κράτος. Η Τουρκία, όπως αναφέρεται στην απόφαση, είχε μια αναντίλεκτη ευθύνη για τη δολοφονία του Πάλμα, το 1974, όμως, από τη στιγμή που είχε περισυλλεγεί η σορός μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης, η Δημοκρατία συμπεριφέρθηκε ανεύθυνα, σκληρά και εριστικά απέναντι στους παραπονούμενους, γεγονότα που επιμέτρησαν στο ύψος των αποζημιώσεων.

 

Προπαγάνδα

 

Ο Χαράλαμπος Πάλμας κατετάγη ως έφεδρος στην Εθνική Φρουρά στις 20 Ιουλίου 1974 και στις 6 Αυγούστου υπηρετούσε στο φυλάκιο "Παλλούκια" στον Άγιο Παύλο. Ο Πάλμας και πέντε άλλοι δεν ακολούθησαν άλλους συναδέλφους τους που υποχώρησαν προς τον Άγιο Παύλο. Όταν βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τον τουρκικό στρατό, μη έχοντας άλλη επιλογή, σήκωσαν άσπρο πανί για να παραδοθούν. Οι Τούρκοι στρατιώτες τούς εκτέλεσαν επί τόπου και τους εγκατέλειψαν σ' ένα όρυγμα. Ακολούθως, έγινε κάποια ρύθμιση με τον τουρκικό στρατό για την περισυλλογή των νεκρών. Οι έξι σοροί, μαζί και αυτή του Πάλμα, μεταφέρθηκαν στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας και τάφηκαν χωρίς καμιά διαδικασία, χωρίς αναγνώριση, χωρίς να φροντίσει κανείς να αδειάσει τις τσέπες τους από τα προσωπικά τους αντικείμενα, περιλαμβανομένων των ταυτοτήτων τους.

 

Η Αντρούλλα Πάλμα με την κόρη της στην αγκαλιά σε εκδήλωση για την επιστροφή των αγνοουμένων από την Τουρκία.

 

 

Μέσα στο χάος του πολέμου θα μπορούσαν να μην λειτουργήσουν οι διαδικασίες, όμως το δικαστήριο ήταν αμείλικτο στην απόφασή του για την εγκληματική αμέλεια που επέδειξε το κράτος στη συνέχεια, όταν απέκρυψε από τους συγγενείς τις μαρτυρίες που είχε στην κατοχή του για το ότι ο Πάλμας ήταν νεκρός και θαμμένος στη Λακατάμια. Αντί αυτού, έσερνε τους συγγενείς σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της Τουρκίας, που κατακρατούσε τους αιχμαλώτους και αρνιόταν να τους απελευθερώσει. Ήταν η εποχή που το κράτος είχε την αφελή ιδέα να διογκώσει τον αριθμό των αγνοουμένων για σκοπούς προπαγάνδας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον ανθρώπινο πόνο.

 

"Ήταν μια τραγωδία"

 

"Διαφορετική θα ήταν η ζωή μου αν γνώριζα από τότε ότι ο σύζυγός μου ήταν νεκρός. Άλλο να είσαι σύζυγος πεσόντος και άλλο αγνοουμένου. Ήμουν τότε 27 χρονών. Μπορούσα να παντρευτώ έναν άνθρωπο ο οποίος θα υποστήριζε τα παιδιά μου. Θα τιμούσα τη μνήμη του συζύγου μου, αλλά η ζωή μου θα άλλαζε. Με την τροπή που πήραν τα πράγματα, η δική μου ζωή ήταν μια συνεχής τραγωδία. Αυτήν την τραγωδία αναπόφευκτα τη μετέδωσα και στα παιδιά μου...", ανέφερε σε συνέντευξή της η Πάλμα, την οποία ο δικαστής παρέθεσε στην απόφασή του, με τα δικά του σχόλια:

 

"Αντιμετώπισε άρνηση και σκληρότητα από αρμόδιους και μη. Πέραν αυτού, είχε να αντιμετωπίσει τη ζωή χωρίς τον σύζυγό της με τρία ανήλικα παιδιά, τα οποία έσερνε σε διάφορες εκδηλώσεις που διοργανώνονταν στην Κύπρο και στο εξωτερικό προς ενημέρωση για το ζήτημα των αγνοουμένων και με αξίωση τη διερεύνηση της τύχης τους. Ουδέποτε της λέχθηκε ότι ο σύζυγός της ήταν ή μπορεί να ήταν νεκρός (...). Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1994, άκουσε φήμες ότι λήφθηκαν περαιτέρω μαρτυρίες από τις υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας που επανεξέτασαν το θέμα των αγνοουμένων και τελικά έμαθε ανεπίσημα από τον αστυνομικό Χριστάκη Ευσταθίου, ο οποίος ασχολείτο με θέματα αγνοουμένων, ότι ο σύζυγός της εθεωρείτο νεκρός".

 

Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση της κόρης του Χαράλαμπου Πάλμα,

Καλλιόπης (Πόπης), η οποία περιέγραψε τις τραυματικές παιδικές εμπειρίες όταν περίμενε τον πατέρα της να γυρίσει. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, "όταν της μετέφερε η μητέρα της την πληροφορία από τον Ευσταθίου ότι ο πατέρας της ήταν νεκρός, θύμωσε που κάτι τέτοιο της το ανακοίνωσε στο αυτοκίνητο. Τον κάλεσαν σπίτι για να συζητήσουν και ο Ευσταθίου τούς είπε ότι ήθελε να τους το πει αλλά δεν τον άφηναν και τους ενημέρωσε για την ύπαρξη εγγράφων. Από εκείνη τη στιγμή, αφού το κράτος δεν τους ενημέρωνε επίσημα, δεν έμεινε πέτρα που να μην τη σηκώσουν για να μάθουν".

 

Έκρυβαν στοιχεία

 

Ο γράφων, ως συγγραφέας του βιβλίου "1619 ενοχές", κατέθεσε μάρτυρας στο δικαστήριο. Στο εν λόγω βιβλίο υπάρχει καταγραμμένη η μαρτυρία του Λούκα Λίγγη, ο οποίος υπηρετούσε μαζί με τον Πάλμα στο ίδιο φυλάκιο και παρακολούθησε από μακριά τη δολοφονία και την περισυλλογή του. Σύμφωνα με την απόφαση, "κατά την αντεξέταση η Δημοκρατία προσπάθησε να πλήξει, αναποτελεσματικά ωστόσο, την αξιοπιστία της έρευνάς του. Είναι άξιο μάλιστα να σημειωθεί ότι στην προσπάθεια να πλήξει την εν λόγω αξιοπιστία υπέβαλε στον μάρτυρα ότι η μαρτυρία του Λίγγη την οποία αναφέρει στο βιβλίο δεν υπάρχει, αφού δεν υπάρχει στον φάκελο. Ο μάρτυρας απάντησε στην εν λόγω υποβολή ότι καθόλου δεν θα τον εξέπληττε αν ο Λίγγης είχε δώσει κατάθεση και αυτή χάθηκε ή πετάχτηκε. Η αλήθεια της ύπαρξης της κατάθεσης του Λίγγη αποδείχτηκε στη συνέχεια, όταν κατόπιν έρευνας από τις ενάγουσες, ο Λίγγης παρουσιάστηκε και κατέθεσε ως μάρτυρας".

 

Ο Λίγγης κατέθεσε στο δικαστήριο ότι τον Αύγουστο του '75, όταν ακόμα υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά, είχε παραστεί σε μνημόσυνο για τους πεσόντες του Αγίου Παύλου και όταν προς έκπληξή του τα ονόματα των έξι στρατιωτών που ήταν μαζί του δεν ήταν μεταξύ των μνημονευθέντων διαμαρτυρήθηκε έντονα. Την επομένη τον κάλεσαν από το δεύτερο γραφείο του 211 Τάγματος Πεζικού και έδωσε κατάθεση και τους είπε πως γνώριζε ότι στο φυλάκιο "Παλλούκια" είχαν σκοτωθεί έξι στρατιώτες, μεταξύ αυτών και ο Χαράλαμπος Πάλμας.

 

Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι περί το 1990, όταν άκουσε σε μια εκπομπή την κ. Πάλμα να παρουσιάζεται ως σύζυγος αγνοουμένου, επικοινώνησε με την υπηρεσία Αγνοουμένων. Ο Λίγγης έδωσε κατάθεση σε αξιωματικό του CID στην οποία ανέφερε ειδικά ότι είχε ξαναδώσει κατάθεση και επίσης έδωσε το σημειωματάριό του, στο οποίο έγραφε λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκαν και περισυνελέγησαν οι έξι στρατιώτες.

 

Και ενώ η δικηγόρος της Δημοκρατίας Θ. Μαυρομουστάκη στην αντεξέταση του γράφοντος αμφισβήτησε ότι ο Λίγγης έδωσε κατάθεση, στην αντεξέταση του Λίγγη παρουσίασε η ίδια την πολυσέλιδη κατάθεση που έδωσε ο μάρτυρας σε αξιωματικό του CID, καθώς και αντίγραφο του σημειωματάριού του! "Η Δημοκρατία για άλλη μία φορά απέδειξε αφ' εαυτής την προσπάθεια απόκρυψης τέτοιων στοιχείων ή σε κάθε περίπτωση την αντιφατικότητα που διέπει τη συμπεριφορά της. Δεν μπορεί κατά την αντεξέταση του ΜΕ4 (Μακάριου Δρουσιώτη) να αρνείται την εν λόγω κατάθεση και κατά την αντεξέταση του ΜΕ7 να την παρουσιάζει".

 

Προκλητικό το κράτος

 

Ο δικαστής Μ. Παπαμιχαήλ έκρινε προκλητική τη συμπεριφορά της Δημοκρατίας όχι μόνο στην ουσία της υπόθεσης, αλλά και στη διαδικασία της δίκης. Η Δημοκρατία έφερε για μάρτυρα υπεράσπισης έναν κλητήρα ο οποίος "βρέθηκε σε διάφορες στιγμές σε αμηχανία, φάνηκε να υποπίπτει σε αντιφάσεις ή να απαντά αόριστα ή υποθετικά. Ο λόγος εδράζεται προφανώς στην άγνοιά του".

 

Σχολιάζοντας τη συμπεριφορά της Δημοκρατίας στη δίκη, ο δικαστής ανέφερε ότι "αποδεικνύει στο ελάχιστο την προχειρότητα της τήρησης αρχείου για τους αγνοουμένους και την αμελή εκπλήρωση της υποχρέωσής της για σωστή και οργανωμένη τήρηση πλήρους φακέλου με πλήρη στοιχεία και άμεση πρόσβαση στους συγγενείς και, ακόμη χειρότερα, την προσπάθεια απόκρυψης σχετικών στοιχείων. Στην προσπάθειά της αυτή έστειλε στο δικαστήριο έναν γραφέα που τον εβάφτισε ως 'υπεύθυνο αρχείου', για να δώσει μαρτυρία για ένα τόσο σοβαρό θέμα".

 

Αρνητική εντύπωση προκάλεσε στο δικαστήριο και η αναφορά του μάρτυρα Μάριου Καριόλου, ο οποίος εργάζεται στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής, για την αναφορά του ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο "το μάζεψαν από εκεί και το έθαψαν εκεί", σαν να πρόκειται για αντικείμενο και όχι για άνθρωπο που έπεσε στον πόλεμο.

 

Αγνοούμενο κράτος

 

Σύμφωνα με την απόφαση, "η καθυστερημένη ανταπόκριση της Δημοκρατίας προς την προαναφερόμενη υποχρέωσή της μετέφερε ένα μαρτυρικό βάρος στις ενάγουσες, εν αγνοία τους για 22 τουλάχιστον χρόνια. Ακόμη και τώρα, η Δημοκρατία δεν είχε δώσει μια δικαιολογία για την απραξία της. Ο Πάλμας ουδέποτε υπήρξε αγνοούμενος".

 

Το δικαστήριο επιδίκασε σοβαρές αποζημιώσεις πέραν των 300.000 ευρώ συν τόκους από το 2001, όταν καταχωρίσθηκε η αγωγή. Από τις αποζημιώσεις, οι 60.000 είναι τιμωρητικές. Στην απόφασή του ο δικαστής αναφέρει: "Θεωρώ την παρούσα υπόθεση ως την καταλληλότερη για την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων για να καταδειχθεί πόσο εξευτελιστική, διαρκής και εξακολουθητική για σειρά ετών ήταν, από μέρους της Δημοκρατίας, η παράβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εναγουσών και πόσο σοβαρές ήταν οι συνέπειες για τις ίδιες. Θεωρώ, επιεικώς, απαράδεκτη τη συμπεριφορά που επέδειξε η εναγόμενη Δημοκρατία καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, με αχρείαστες αμφισβητήσεις και σκόπιμες καθυστερήσεις, ακόμα και στο στάδιο της καταχώρισης των γραπτών αγορεύσεων".

 

 

Μετά από έναν πολύχρονο αγώνα, άνοιξε ο δρόμος για τις εκταφές αγνοουμένων. Η οικογένεια Πάλμα παραλαμβάνει τα λείψανα του Χαράλαμπου Πάλμα, που βρέθηκαν στο κοιμητήριο Λακατάμιας. Όσο κι αν φαίνεται τραγικό, είναι η μόνη οικογενειακή φωτογραφία που υπάρχει.

 

Έτσι έσπασε το απόστημα

 

Η υπόθεση αυτή είναι ένας κόλαφος για το πολιτικό και κρατικό κατεστημένο, που εμπορεύτηκε πολιτικά τον ανθρώπινο πόνο της τραγωδίας του 1974. Η απόφαση είναι μια επιτυχία για τον δικηγόρο της οικογένειας Πάλμα, Αχιλλέα Δημητριάδη, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση, όμως μέχρι να φτάσουν τα πράγματα σε σημείο που να μπορεί ένας συγγενής αγνοουμένου να αμφισβητήσει το σύστημα εξουσίας στο δικαστήριο υπήρξαν μερικοί άνθρωποι που τράβηξαν το κουπί.

 

Αυτός που έδωσε και κέρδισε τη μάχη για να αλλάξει η προσέγγιση στην αντιμετώπιση του προβλήματος των αγνοουμένων ως καθαρά ανθρωπιστικού, να βγει από τα γρανάζια της προπαγάνδας και να απελευθερωθεί από τα πλοκάμια των συμφερόντων που είχαν δημιουργηθεί, ήταν ο σύμβουλος του Ελληνοκύπριου μέλους της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων, Ξενοφών Καλλής. Τον δρόμο τον είχε ανοίξει ο επίτροπος για Ανθρωπιστικά Θέματα επί προεδρίας Κληρίδη, Λέανδρος Ζαχαριάδης. Ήταν ο πρώτος που αμφισβήτησε την πολιτική που ακολουθείτο για τους αγνοουμένους, για να αντιμετωπίσει την κριτική των ΜΜΕ ότι υπονόμευε την εθνική υπόθεση. Απέναντί του ήταν και οι οργανωμένοι συγγενείς, με ηγέτη τον μακαρίτη οικονόμο Χριστόφορο, ο οποίος δήλωσε μετά τον θάνατο του Ζαχαριάδη ότι ο αποθανών του εξομολογήθηκε ότι είχε κάνει μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους!

 

Σε διπλωματικό επίπεδο σημαντική ήταν η συνδρομή του διπλωμάτη Τάσου Τζιωνή, ενώ την ευθύνη της πολιτικής απόφασης να καθαρίσει ο στάβλος του Αυγεία την ανέλαβε ο ΥΠΕΞ Γιαννάκης Κασουλίδης. Υπήρξαν και μερικοί δημοσιογράφοι που ανέλαβαν την ευθύνη να αναδείξουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος σ' ένα εκδοτικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που δεν ανεχόταν την αμφισβήτηση του μύθου ότι υπήρχαν ζωντανοί αγνοούμενοι στην Τουρκία και αντιμετώπιζε την κριτική που γινόταν με καχυποψία.

 

Ήταν η εποχή που η ελληνοκυπριακή πλευρά αρνιόταν να καταθέσει τους φακέλους των αγνοουμένων στη Διερευνητική Επιτροπή, με τη δικαιολογία ότι θα μας κλέψουν τα στοιχεία. Αυτή η ανόητη δικαιολογία έγινε εθνική πολιτική. Ο λόγος ήταν πως οι φάκελοι ήταν ελλιπείς έως και άδειοι, διότι όλη η ενέργεια και οι πόροι σπαταλιούνταν σε ταξίδια και εκδηλώσεις για την καταδίκη της μη συνεργασίας της Τουρκίας, άσχετο αν η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε κάνει το ελάχιστο από αυτό που της αναλογούσε για να διερευνήσει την τύχη των αγνοουμένων.

 

Αποκορύφωμα αυτού του παραλογισμού ήταν η άρνηση να δοθεί στη δημοσιότητα ο επίσημος κατάλογος με τα ονόματα των αγνοουμένων, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί "απόρρητος"! Η Κυπριακή Δημοκρατίας εξευτελίστηκε διεθνώς επειδή διεκδικούσε αγνοούμενους από την Τουρκία, αλλά αρνιόταν για δεκαετίες να δώσει τα ονόματά τους.

 

Ο λόγος της άρνησης δημοσιοποίησης του καταλόγου ήταν πως θα αποκαλυπτόταν η πολιτική απάτη πίσω από αυτό το μεγάλο ανθρωπιστικό ζήτημα, που είχε καταντήσει ένας απρόσωπος αριθμός. Οι αγνοούμενοι ξεκίνησαν από 3.000, μειώθηκαν στους 2.200 και σε κάποια στιγμή σταθεροποιήθηκαν στους 1.619. Οι 1.619 αγνοούμενοι έγιναν σύμβολο και ο αριθμός αυτός ήταν αμετάβλητος στις διάφορες λίστες που κυκλοφορούσαν, αλλά δεν ήταν ποτέ οι ίδιες. Όταν κάποιοι θα έπρεπε να αφαιρεθούν, υπήρχε πάντα ένα διαθέσιμο στοκ αναπληρωματικών για να μην αλλάξει το σύνολο.

 

Με την απόφασή του το δικαστήριο δικαίωσε τους λίγους ανθρώπους που αμφισβήτησαν τις επίσημες πολιτικές και πρακτικές μέσα σ' ένα πολιτικά αντίξοο περιβάλλον, μέχρι να σπάσει το απόστημα. Σημειώνεται ότι τα κανάλια που είχαν σπονσάρει τη βιομηχανία αγνοουμένων αγνόησαν την απόφαση του δικαστηρίου...


Μακάριος Δρουσιώτης

Πολίτης

01/12/2012