Δυο Μακάριοι και μια χιλιάδα φυγόστρατοι
Τις συμπτώσεις δεν τις ελέγχουμε, γι΄ αυτό εξάλλου και είναι συμπτώσεις. Τρία γεγονότα λοιπόν περίπου ταυτόχρονα: Στο ραδιόφωνο ειδήσεις. Ένα κάπως περίεργο ρεπορτάζ με ολοφυρόμενο τον παρουσιαστή, για την κατάντια της κοινωνίας μας. Υπάρχει λέει το ενδεχόμενο φέτος μέχρι και το πενήντα τοις εκατό των στρατευσίμων να φυγοστρατήσουν (όπως λέμε «να ξεστρατήσουν», «να παραστρατήσουν», «να αποστατήσουν»). Διακόπτω την ακρόαση γιατί πρέπει να κατέβουμε από το αυτοκίνητο. Πορευόμαστε προς την πύλη του ΚΕΝ και αποχαιρετούμε εκεί το δεύτερο γιο, όπως κάναμε πριν τρία χρόνια με τον πρώτο. Στην επιστροφή προς το αυτοκίνητο, βλέπω στο πίσω κάθισμα όπου είχα αφήσει το βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη «Δυο απόπειρες και μια δολοφονία». Είχα αρχίσει την προηγουμένη να το διαβάζω και απνευστί έφυγαν οι πρώτες εκατόν είκοσι σελίδες.
Όσο κι αν το τρίτο φαίνεται να μη συνδέεται με τα δυο πρώτα, στην πραγματικότητα εκείνο καθόρισε το «πόρισμα» των σκέψεών μου μέχρι να επιστρέψουμε στη Λευκωσία. Το βιβλίο δε χρειάζεται διαφήμιση από μένα, έχει εξάλλου προβληθεί αρκετά. Μέσα όμως από τη ροή της παράθεσης γεγονότων, μου δημιούργησε ήδη πριν το τελειώσω ένα παράξενο μίγμα συναισθημάτων: Κάτι ανάμεσα στην ντροπή γι΄ αυτό που είμαστε, την αποστροφή για τους πρωταγωνιστές της δεκαετίας του ΄60 και την έκπληξη για το βάθος της συνωμοτικής μας φύσης.
Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη μιλά για «τη μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα και μιαν άλλη Σαλαμίνα». Ο κυνικός λόγος της κυπριακής πραγματικότητας μιλά για την καταδικασμένη μας «μοίρα που κυματίζει ανάμεσα στα ράσα ενός κουτοπόνηρου παπά, το σκουφί ενός στρατηγού με εκπληκτικά μειωμένη αντίληψη και μιας αγέλης ψυχοπαθών αρχομανών καπεταναίων». Και να μην είσαι και βέβαιος αν πράγματι και πόσο έχουμε ξεφύγει από εκείνη τη δεκαετία. Γιατί το ψέμα, τα στερεότυπα, το παραμύθιασμα είναι ζώντα και κυρίαρχα σήμερα, ίσως περισσότερο από τότε.
Έκανα στο μυαλό μου μια περιληπτική διαδρομή του πώς, γιατί και με ποια κατορθώματα γεννήθηκε και «ανδρώθηκε» η Εθνική Φρουρά. Όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα άλλο σοβαρό λόγο ύπαρξής της από το καψόνι που έφαγα στα δικά μου νιάτα, τη μακρόσυρτη δική μου εικοσιεξάμηνη θητεία και την ακόμη πιο μάταιη για δεκαετίες εφεδρεία. Γιατί αν αρχίσουμε να μιλάμε για τα εγκλήματα... Πάντα τα ξέραμε. Με όσα τραγελαφικά έγιναν όμως τα τελευταία χρόνια με το θέμα «μείωση της θητείας», με τον παραλογισμό για συντήρηση ενός αντιεπαγγελματικού και αναποτελεσματικού στρατού ως ασφαλιστική δικλείδα για την επίτευξη της διχοτόμησης; Οι σκέψεις άρχισαν να απελευθερώνονται. Για πρώτη φορά, στην επιστροφή από το ΚΕΝ, έβαλα ένα μεγάλο ερωτηματικό δίπλα από την απόφαση τη δική μου και των δυο μου μεγάλων γιων «εμείς φτηνά κόλπα για απαλλαγή, ποτέ!»
Με εκνευρίζουν βέβαια αφάνταστα όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες που φροντίζουν για την απαλλαγή των παιδιών τους από το στρατό, ώστε το όραμά τους για διχοτόμηση να αναλάβουν να το εκπληρώσουν τα παιδιά άλλων. Ούτε μιλώ για τους ίδιους τους νεαρούς, που με καμάρι διαφημίζουν πως εκείνοι ως έξυπνοι απαλλάγηκαν από το στρατό. Μιλώ για εκείνο το νεαρό που «το κρύβει σαν αρρώστια» πως δεν έκανε στρατό. Και που διερωτάται μήπως έχει δίκαιο εκείνη η άσχετη που έγραψε πως «ο στρατός κάνει τα παιδιά άντρες».
Έτσι όπως είναι σκυφτός στη γωνιά του, γεμάτος απορία και ανομολόγητες ενοχές, θέλω να του πω πως καλά έκανε! Ο στρατός δε θα τον έκανε περισσότερο άντρα. Περισσότερο κυνικό, πιο απάνθρωπο και πιο εγωιστή ίσως. Ένα σύστημα όταν απέχει μέτρα από τον ορθολογισμό, χρειάζεται βελτίωση, και επιβάλλεται αφοσίωση για να την πετύχεις. Ένα σύστημα που απέχει χιλιόμετρα, η μόνη λύση είναι να αποδομηθεί εσωτερικά. Να καταργηθεί με τους τρόπους που εφευρίσκει η ίδια η πραγματικότητα. Όταν πρόκειται για κάτι σάπιο, που επιμένει κιόλας να είναι και μακρόσυρτο, η πραγματικότητα βρίσκει τους πιο απίθανους τρόπους να το αποδομήσει.
Με το δικαίωμα λοιπόν του «υπηρετήσαντος μετά τιμών» και του περιφρονούντος την προσδοκία πως μέχρι να έρθει η σειρά του τρίτου υιού δε θα υπάρχει στρατός, εύχομαι από καρδίας: 'Αντε, κι από χρόνου δυο χιλιάδες οι φυγόστρατοι!
Παύλος Μ. Παύλου
Πολίτης
19/07/2009