Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί
Το νέο βιβλίο του Μ.Δρουσιώτη είναι προϊόν εκτενούς και μακρόχρονης ερευνητικής εργασίας κυρίως σε βρετανικά και αμερικανικά αρχεία. Ακόμη κι αν κάποιος διαφωνεί εκ πεποιθήσεως με τις υποθέσεις εργασίας του, ή ενδεχομένως ενοχλείται από τις πολιτικές απόψεις και επιλογές του συγγραφέα, αξίζει να διαβάσει το βιβλίο αν μη τι άλλο για τον πλούτο των νέων πρωτογενών αρχειακών πηγών.
Ο συγγραφέας διατυπώνει εξαρχής και με σαφήνεια τις υποθέσεις εργασία του και επιχειρεί να τις επιβεβαιώσει μέσα από τις πηγές. Αυτό δεν είναι μεροληψία ή προκατάλειψη, αλλά η ορθή επιστημονική μεθοδολογία στην προσέγγιση των ιστορικών φαινομένων. Η αξιοπιστία και η εγκυρότητα του εγχειρήματος είναι στην κρίση κάθε αναγνώστη. Υπό κρίση όμως είναι και όσοι σπεύδουν να κατακεραυνώσουν το βιβλίο, είτε χωρίς να το διαβάσουν είτε χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να τεκμηριώσουν μέσα από πρωτογενείς πηγές τις όποιες ενστάσεις τους.
Η πρωτοτυπία του βιβλίου σχετίζεται με το ερώτημα που θέτει για το ρόλο και τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης το θερμό καλοκαίρι του 1974 και τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό το ερώτημα δεν τέθηκε και δεν διερευνήθηκε μέχρι σήμερα, καθώς όλη η προσοχή στράφηκε στη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών και ευρύτερα της Δύσης. Στη συλλογική συνείδηση του πολιτικού κόσμου αλλά και του συνόλου της ελληνοκυπριακής κοινωνίας, το πραξικόπημα και η εισβολή υπήρξαν μια αμερικανοβρετανική και νατοϊκή συνομωσία ώστε να εξυπηρετηθεί η Τουρκία και να ζημιωθούν οι Έλληνες. Αντίστροφα, η Σοβιετική Ένωση υπήρξε μια ειλικρινής και σταθερή συμπαραστάτης των Ελληνοκυπρίων, υπηρετώντας διαχρονικά θέσεις αρχών. Το βιβλίο, μέσα από δημοσιευμένες αλλά και αδημοσίευτες πηγές, πραγματεύεται κριτικά και αναδεικνύει ισχυρά στοιχεία αμφισβήτησης της κυρίαρχης αυτής αντίληψης.
Το βιβλίο δεν επιχειρεί να «αποενοχοποιήσει» το δυτικό παράγοντα ή προσωπικά τον Κίσιγκερ, ούτε να φορτώσει στη Σοβιετική Ένωση την «ευθύνη» για την τουρκική εισβολή. Γενικά δεν έχει στόχο την κατανομή μεριδίων ευθύνης ανάμεσα στις ξένες δυνάμεις. Στόχος του είναι να αναδείξει και να ερμηνεύσει τα κίνητρα (συμφέροντα) πίσω από τη στάση, τις επιλογές και τις ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν ως μήλον της έριδος την Τουρκία και όχι την Κύπρο.
Ο κάθε αναγνώστης είναι ελεύθερος να συμμεριστεί ή να διαφωνήσει με το ερμηνευτικό πλαίσιο που προτείνει ο συγγραφέας. Ο πλούτος των πηγών αφήνει αυτό το περιθώριο. Για παράδειγμα, ένας αναγνώστης με αντιαμερικανικά αισθήματα μπορεί μέσα από τη μελέτη των πηγών να διατηρήσει ακέραιες τις πεποιθήσεις του. Δεν έχω υπόψη μου άλλη ερευνητική εργασία που να αναδεικνύει όσο αυτή το διπλωματικό κυνισμό του Κίσιγκερ στη διαχείριση της κυπριακής κρίσης, αλλά και να τεκμηριώνει το μέγεθος της αποτυχίας του έναντι των συμφερόντων της δικής του χώρας.
Ο τόπος έχει να ωφεληθεί από κριτικές προσεγγίσεις που ανοίγουν το πλαίσιο ερμηνείας και κατανόησης της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Κι αν μια όποια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση αισθάνεται να κλονίζεται από μια νέα υπόθεση εργασίας, τότε προφανώς οι βάσεις της υπήρξαν εξαρχής ασθενείς.
Του Βασίλη Πρωτοπαπά
18/06/2014