Η εισβολή στην Κύπρο και το διπλό παιχνίδι της ΕΣΣΔ
Άγνωστα στοιχεία αποκαλύπτουν τις επιδιώξεις της Μόσχας στην Αν. Μεσόγειο και τη συμπόρευσή της με την τακτική της Τουρκίας
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε στην Κύπρο ένα νέο βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη με τίτλο «Η εισβολή και οι Μεγάλες Δυνάμεις: η realpolitik των ΗΠΑ και το διπλό παιχνίδι της ΕΣΣΔ». Υστερα από έρευνα σε ξένα αρχεία, ο Δρουσιώτης όχι μόνο επιχειρεί να ανασκευάσει τη θεωρία της νατοϊκής συνωμοσίας, αλλά εισάγει για πρώτη φορά στην ιστοριογραφία του Κυπριακού τον παράγοντα Σοβιετική Ενωση. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η θεωρία της νατοϊκής συνωμοσίας είναι απότοκο της σοβιετικής προπαγάνδας και ότι η ΕΣΣΔ υποστήριξε την τουρκική εισβολή και την εδραίωση του στάτους κβο για να περιπλέξει το ΝΑΤΟ και να αποκτήσει η Μόσχα ευνοϊκή σχέση με την Τουρκία, εξυπηρετώντας τον στρατηγικό της στόχο να αποκτήσει πρόσβαση στη Μεσόγειο. Η Τουρκία εγγυήθηκε στη Σοβιετική Ενωση ότι δεν θα προσαρτούσε μέρος της Κύπρου, εξέλιξη που θα οδηγούσε στη νατοποίηση διά της διπλής ένωσης και δεν θα παραχωρούσε διευκολύνσεις στο ΝΑΤΟ, στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.
Η βασική θέση της Μόσχας ήταν πως το πραξικόπημα στην Κύπρο έγινε με τη συνεργασία των ΗΠΑ με στόχο την ένωση και τη νατοποίηση της Κύπρου και ότι με την τουρκική επέμβαση θα ακύρωνε αυτόν τον στόχο. Από την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος η Μόσχα έκανε έντονο διάβημα στην Αθήνα ότι η Σοβιετική Ενωση δεν θα επέτρεπε «την επικράτηση αυτής της επικίνδυνης εξέλιξης στην Κύπρο και σε μια περιοχή που βρίσκεται κοντά στα σύνορά της». Το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων ΤΑSS μετέδωσε ότι ήταν εξουσιοδοτημένο να δηλώσει ότι «το αντικυβερνητικό πραξικόπημα στην Κύπρο, για το οποίο ευθύνεται ο ελληνικός στρατός, θεωρείται στη Σοβιετική Ενωση ως ανοιχτή παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των γενικά αποδεκτών κανόνων του διεθνούς δικαίου».
Το πραξικόπημα ενόχλησε τη Μόσχα
Στις 15 Ιουλίου 1974 ο πρέσβης της ΕΣΣΔ στην Αγκυρα Βασίλι Γκρουμπιάκοβ είχε συνάντηση μιας ώρας με τον πρόεδρο της Τουρκίας Φαχρί Κορούτουρκ. Ο Γκρουμπιάκοβ πληροφόρησε τον Κορούτουρκ ότι η Μόσχα ήταν έτοιμη να συνεργαστεί με την Αγκυρα για την υποστήριξη της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της Κύπρου. Σε δηλώσεις του στον Τύπο ο Γκρουμπιάκοβ είπε: «Υποστηρίζουμε αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στους πραξικοπηματίες».
Η Μόσχα έκανε διακοίνωση προς την αμερικανική κυβέρνηση και ο γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ Λεονίντ Μπρέζνιεφ έστειλε γράμμα στον Νίξον και του υπενθύμισε ότι υπήρχε «κατανόηση μεταξύ της Σοβιετικής Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών - και μεταξύ πολλών άλλων χωρών, περιλαμβανομένης της Τουρκίας - ότι τα συμφέροντα του κυπριακού λαού και η ηρεμία της περιοχής ως συνόλου εξυπηρετούνται με τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Κύπρου».
Η Μόσχα ζητούσε την αποκατάσταση του Μακαρίου στην εξουσία και την άμεση αποχώρηση από το νησί των ελλήνων αξιωματικών. Με τη θέση αυτή ευθυγραμμίστηκε και η Τουρκία, που ζητούσε την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στο νησί για να αιτιολογήσει την επικείμενη εισβολή στην Κύπρο. Ο Μακάριος, ο οποίος είχε διαφύγει από την Κύπρο μετά το πραξικόπημα, προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να καταγγείλει την Ελλάδα για εισβολή στην Κύπρο. Ο Μακάριος έφτασε στη Νέα Υόρκη και ήταν σε επαφή με τη σοβιετική μόνιμη αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ.
Στις 3.30 το απόγευμα της 19ης Ιουλίου 1974, στη Νέα Υόρκη (10.30 το βράδυ ώρα Ελλάδας) άρχισε η συζήτηση της κυπριακής κρίσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, παρουσία του Μακαρίου. Ενόσω διεξαγόταν η συζήτηση, ο τουρκικός αποβατικός στόλος προσέγγιζε την Κύπρο. Η επικείμενη, εντός ωρών, τουρκική απόβαση στην Κύπρο δεν απασχόλησε το Συμβούλιο Ασφαλείας. Ολη η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το ελληνικό πραξικόπημα, ενώ καθόλου δεν συζητήθηκε ο κίνδυνος τουρκικής εισβολής. Ο Μακάριος, ο οποίος ενεργούσε σε συντονισμό με τη Μόσχα, μίλησε στον ΟΗΕ και κατήγγειλε με ένταση την Ελλάδα για εισβολή, από τις συνέπειες της οποίας «θα υποφέρει ολόκληρος ο λαός της Κύπρου, τόσο οι Ελληνες όσο και οι Τούρκοι». Αποφασίστηκε να δοθεί χρόνος στον ΟΗΕ να ολοκληρώσει τις διαβουλεύσεις που είχαν ήδη αρχίσει για την έγκριση ψηφίσματος καταδίκης της επέμβασης της Ελλάδας στην Κύπρο. Μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα η Τουρκία επιτέθηκε κατά της Κύπρου με αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις και αποβίβασε στρατεύματα στο νησί.
Ο Γκρομίκο έδωσε το Ο.Κ.
Στις 20 Ιουλίου, κατόπιν οδηγιών της κυβέρνησής του, ο πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα Ιλτέρ Τουρκμέν συνάντησε τον υπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Αντρέι Γκρομίκο, για να τον ενημερώσει για τις τουρκικές προθέσεις. Σύμφωνα με τον Τουρκμέν, «ο Γκρομίκο δέχτηκε την αιτιολόγηση της τουρκικής επέμβασης στην Κύπρο με κατανόηση». Ωστόσο, ζήτησε διευκρινίσεις σε τρία σημεία:
- Αν ήταν η διχοτόμηση στις προθέσεις της Τουρκίας.
Ο Τουρκμέν τον διαβεβαίωσε πως η διχοτόμηση, όπως και η ένωση, δεν ήταν επιλογές της χώρας του. «Η τουρκική απάντηση φάνηκε να τον ικανοποιεί».
- Αν θα αποχωρούσαν τα τουρκικά στρατεύματα.
Ο Τουρκμέν απάντησε καταφατικά, αλλά «δεν τέθηκε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αποχώρησης».
- Το πολιτικό μέλλον του Μακαρίου και αν θα αποκαθίστατο στην εξουσία.
Ο Τουρκμέν απάντησε ότι κατ' αρχάς η Τουρκία δεν αντετίθετο στην επιστροφή του Μακαρίου, αλλά ότι δεν ήταν αυτή που θα αποφάσιζε ποιος θα ήταν ο πρόεδρος της Κύπρου. Ο Γκρομίκο «φάνηκε να δέχεται την τουρκική θέση».
Ο Γκρομίκο είπε στον Τουρκμέν ότι το ελληνικό πραξικόπημα ισοδυναμούσε με την ένωση. «Είτε ο Σαμψών ανακήρυσσε την ένωση με την Ελλάδα τώρα είτε αργότερα, αν παρέμενε στην εξουσία, αυτός θα ήταν ο στόχος της κυβέρνησής του». Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο η Μόσχα θα υποστήριζε την τουρκική εισβολή.
Η σοβιετική κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση και χαρακτήρισε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο δικαιολογημένη αντίδραση στη «συνεχιζόμενη επίθεση εναντίον της κυπριακής ανεξαρτησίας από τον ελληνικό στρατό». Η Μόσχα υποστήριξε ότι «η ελληνική επίθεση» έγινε με την υποστήριξη «συγκεκριμένων κύκλων του ΝΑΤΟ».
Στην ανακοίνωση αναφερόταν ότι είχαν αρχίσει «ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τουρκικών στρατευμάτων και των πραξικοπηματιών» και ότι τα κίνητρα της Τουρκίας ήταν «να υπερασπιστεί την τουρκική κοινότητα του νησιού και έχει δηλώσει ότι ανέλαβε αυτό το βήμα αφού πείστηκε ότι όλα τα ειρηνικά μέσα για την επίλυση της κρίσης είχαν εξαντληθεί».
Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση του σοβιετικού Τύπου της 21ης Ιουλίου. Το ΤΑSS μετέδωσε δηλώσεις που είχε κάνει ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς ότι οι τουρκικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Κύπρο «για να πολεμήσουν ενάντια στη χούντα, όχι ενάντια στους Ελληνοκυπρίους». Σχολιάζοντας την κάλυψη της εισβολής από τον σοβιετικό Τύπο, ο αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα Ουόλτερ Στέσελ έγραψε σε τηλεγράφημά του ότι «οι Σοβιετικοί όχι μόνο μπορεί να έχουν ενημερωθεί εκ των προτέρων, αλλά μπορεί ακόμη και να έχουν λάβει διαβεβαιώσεις ότι στόχος της Τουρκίας ήταν η διατήρηση της κυπριακής ανεξαρτησίας».
Το ρωσικό βέτο
Αμέσως μετά την εκδήλωση της εισβολής οι ΗΠΑ κατέθεσαν σχέδιο ψηφίσματος στο Συμβούλιο Ασφαλείας για κατάπαυση του πυρός και έναρξη συνομιλιών μεταξύ της εγγυητριών δυνάμενων Βρετανίας, Τουρκίας και Ελλάδας. Το κίνητρο των ΗΠΑ ήταν να αποτρέψουν κίνδυνο ελληνοτουρκικού πολέμου. Οταν οι Αμερικανοί προσήλθαν για διαβουλεύσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας, βρήκαν τους Τούρκους να κάνουν λόμπι ενάντια στην κατάπαυση του πυρός. Οι Σοβιετικοί έθεταν βέτο στην κατάπαυση του πυρός με το δικαιολογητικό ότι δεν είχαν οδηγίες από τη Μόσχα. Η Σοβιετική Ενωση επέμενε στην έγκριση ψηφίσματος για καταδίκη του πραξικοπήματος πριν το Συμβούλιο Ασφαλείας ασχοληθεί με την κατάπαυση του πυρός.
Τελικά επήλθε ένας συμβιβασμός και εγκρίθηκε το προσχέδιο που είχε ετοιμαστεί για το πραξικόπημα με προσθήκη για κατάπαυση του πυρός και διεξαγωγή συνομιλιών. Ετσι εγκρίθηκε ομόφωνα στο ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974, με το οποίο ζητούνταν η αποχώρηση των ελλήνων αξιωματικών από την Κύπρο, χωρίς καμία αναφορά στα τουρκικά στρατεύματα. Σύμφωνα με τον αμερικανό μόνιμο αντιπρόσωπο στις διαβουλεύσεις για το ψήφισμα «οι Σοβιετικοί συνεργάζονταν στενά με την κυπριακή αντιπροσωπεία όλη τη μέρα, και μέχρι την τελευταία στιγμή επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με τον Μακάριο, για να βεβαιωθούν ότι αποδεχόταν το ψήφισμα. Ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου Ρωσσίδης παρουσιαζόταν ως υπερβολικά πρόθυμος συνεργάτης των Σοβιετικών».
Οπως έγραψε σε τηλεγράφημα του ο μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, «δεν υπήρχε από καμία αντιπροσωπεία, εκτός αυτής των ΗΠΑ, η πρόθεση για αποχή ή καταψήφιση του προσχεδίου της 19ης Ιουλίου, του οποίου η φρασεολογία για την απόσυρση στρατευμάτων απευθυνόταν ειδικά στους Ελληνες - παρά το γεγονός ότι το προσχέδιο αυτό ήταν χρονικά ξεπερασμένο, λόγω της τουρκικής επέμβασης».
Στη συζήτηση που ακολούθησε μετά την έγκριση του ψηφίσματος ο σοβιετικός αναπληρωτής μόνιμος αντιπρόσωπος Σάφροντσουκ διευκρίνισε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι η σχετική αναφορά στο ψήφισμα για την αποχώρηση του ξένου στρατιωτικού προσωπικού παρέπεμπε «στους έλληνες αξιωματικούς, των οποίων η κατάφωρη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου, με οδηγίες από την Αθήνα, είναι η πρωταρχική αιτία της σημερινής κρίσης».
Θεατής στον «Αττίλα»
Μετά την έγκριση του ψηφίσματος η Σοβιετική Ενωση παρέμεινε απλός θεατής των δραματικών εξελίξεων στην Κύπρο. Μάλιστα στις 29 Ιουλίου 1974, και ενώ η Τουρκία είχε αποβιβάσει χιλιάδες στρατιώτες στην Κύπρο, η Μόσχα έκανε διάβημα προς την Αθήνα για τη μη εφαρμογή του ψηφίσματος 353. Ο σοβιετικός πρεσβευτής στην Αθήνα επισκέφθηκε τον γενικό διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών, Αγγελο Βλάχο, και υπογράμμισε τη σημασία της αποχώρησης των «ξένων στρατευμάτων», εννοώντας τις ελληνικές δυνάμεις. Ο Βλάχος απάντησε πως το ψήφισμα αναφερόταν προφανώς και σε όλα τα τουρκικά στρατεύματα. Ο σοβιετικός πρέσβης απάντησε στον Βλάχο ότι «δεν συμφωνούσε ότι οι τουρκικές δυνάμεις περιλαμβάνονταν στον ορισμό των ξένων δυνάμεων» που αναφέρονταν στο ψήφισμα 353.
Στις 10 Αυγούστου 1974, λίγες μέρες πριν από τον δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η τουρκική κυβέρνηση έστειλε στη Μόσχα, σε ειδική αποστολή, τον πρέσβη Ισμαήλ Σοϊζάλ, για να δώσει διαβεβαιώσεις στη σοβιετική κυβέρνηση ότι δεν είχε πρόθεση να διχοτομήσει την Κύπρο. Σύμφωνα με έκθεση του Τμήματος Ερευνας και Πληροφοριών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την αποστολή του Σοϊζάλ στη Μόσχα, οι Τούρκοι πιθανόν να ζητούσαν «την κατανόηση των Σοβιετικών στην περίπτωση που ένιωθαν υποχρεωμένοι να επαναλάβουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο».
Ούτε λέξη και για τον «δεύτερο Αττίλα»
Αυτό έγινε στην πραγματικότητα, η Μόσχα παρέμεινε απλός θεατής και στον δεύτερο γύρο της εισβολής, στις 14 Αυγούστου 1974, που κατέληξε στην κατάληψη του 36% της κυπριακής επικράτειας από τον τουρκικό στρατό και την εκδίωξη 160.000 Ελληνοκυπρίων από τα σπίτια τους. Η Μόσχα, που είχε αναστατώσει όλον τον κόσμο για το ελληνικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, δεν είπε ούτε μία λέξη για την τουρκική εισβολή και το αποτέλεσμά της.
Ο υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο βρισκόταν σε διακοπές και δεν έκρινε σκόπιμο να επιστρέψει στη Μόσχα. Ο πρέσβης της Τουρκίας στη Μόσχα Ιλτέρ Τουρκμέν συνάντησε δύο φορές τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Σέμιον Κόζιρεφ, στις 14 και στις 15 Αυγούστου. Ο Τουρκμέν «δεν διαπίστωσε καμία αλλαγή στη σοβιετική στάση», με μόνη εξαίρεση το ότι δεν μιλούσαν πια για τον Μακάριο και την επιστροφή του στην Κύπρο, που «ξεκάθαρα είναι δευτερεύον ζήτημα γι' αυτούς τώρα».
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ, σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε για να εξηγήσει τη νέα επιθετική ενέργεια της Τουρκίας στην Κύπρο, είπε ότι «καμία ανεπιθύμητη αντίδραση» δεν υπήρξε από τη Σοβιετική Ενωση και φρόντισε να διαβεβαιώσει και δημόσια τη Μόσχα ότι η Αγκυρα λάμβανε υπόψη τις ανησυχίες της για τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή.
Ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο η Ελλάδα αποχώρησε από το ΝΑΤΟ και το αμερικανικό Κογκρέσο επέβαλε εμπάργκο στην πώληση όπλων στην Τουρκία. Η Τουρκία αντέδρασε και έκλεισε τις αμερικανικές τηλεπικοινωνιακές εγκαταστάσεις παρακολούθησης του πυρηνικού οπλοστασίου της Σοβιετικής Ενωσης. Η κυπριακή κρίση εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη και βαθύτερη κρίση στο ΝΑΤΟ, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου.
Η Μόσχα θα χρησιμοποιούσε πλέον την κυπριακή κρίση αφενός για να υπονομεύει τη συνοχή του ΝΑΤΟ και αφετέρου για να κερδίζει την εύνοια της Τουρκίας, στην οποία απέδιδε τεράστια στρατηγική σημασία.
Σε όλη τη διάρκεια της κυπριακής κρίσης αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρξε ούτε μία ονομαστική καταδίκη της Τουρκίας από τη Σοβιετική Ενωση για οποιαδήποτε πτυχή του Κυπριακού. Ο Μακάριος, ο οποίος παραπλανήθηκε για τις προθέσεις της Μόσχας, όταν διέγνωσε την απροθυμία της Μόσχας να τον στηρίξει, ύστερα από μια αποτυχημένη προσφυγή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, συναντήθηκε τυχαία με τον αυστριακό διπλωμάτη Λούντβιχ Στάινερ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως πρέσβης στη Λευκωσία. Ο Στάινερ, μεταφέροντας τη συνομιλία τους στους Αμερικανούς, είπε πως ο Μακάριος είχε συνειδητοποιήσει ότι «δεν μπορούσε να περιμένει καμία βοήθεια από τους Σοβιετικούς» και ότι «τώρα ένιωθε μια φιλοαμερικανική τάση "βαθιά μέσα στην καρδιά του"».
Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ»
Του Μακάριου Δρουσιώτη
20/07/2014