Αυτοί που δεν μας αξίζουν
Οι ηγέτες μας έχουν τους πολίτες που τους ταιριάζουν
Λέγεται συχνά πως «έχουμε τους ηγέτες που μας αξίζουν»· είναι άλλη μια από τις πολλές κοινοτοπίες (ή στερεότυπα, κλισέ αν προτιμάτε) που επαναλαμβάνονται χωρίς πολλή σκέψη. Στην πραγματικότητα, οι ηγέτες μας είναι εκείνοι που έχουν τους πολίτες –οπαδούς, ψηφοφόρους– που τους ταιριάζουν, χάρη στους οποίους μπορούν και κυβερνούν. Στην περίπτωσή μας, όλοι λίγο-πολύ κατηγορούμε τους κυβερνώντες για το ένα και το άλλο, κυρίως για τη διαφθορά που μοιάζει να διαπερνά όλο το πολιτικό και όχι μόνο σύστημα· δεν μας περνά απ’ το μυαλό ότι χάρη σ’ εμάς κάνουν ό,τι κάνουν, επειδή εμείς τους βάλαμε σ’ αυτή τη θέση· και όχι μόνο μια φορά, σε περίοδο «αθωότητας» ας πούμε, αλλά ξανά και ξανά. Αλλά κι όταν το αναγνωρίζουμε, πάντα κάποιοι άλλοι είναι οι ένοχοι, αυτοί με τις κομματικές παρωπίδες, ξεχνώντας ότι έχουμε κάνει κι εμείς το ίδιο λάθος στο παρελθόν.
Η περίπτωση Αναστασιάδη είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική: Ψηφίστηκε και επανεξελέγη ως πρόεδρος, παρά τις τόσες και τόσες ανακολουθίες, λάθη και αποτυχίες (για να το πω ουδέτερα) της πρώτης του διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα να γίνει χειρότερος, πιο αδιάντροπος και αυθάδης, υβριστικός θα έλεγα προς όλους, ακόμα κι απέναντι στους ψηφοφόρους του – για την ακρίβεια όχι όλους· υπάρχει ένας μικρός αριθμός ανθρώπων με τους οποίους έχει μια διαφορετική σχέση, αυτή της αμοιβαίας εξάρτησης και συνεργασίας.
Πολλές φήμες για διαφθορά κυκλοφορούν, υπάρχουν όμως και μαρτυρίες, όπως λόγου χάρη αυτά που αναφέρει στο βιβλίο του ο δημοσιογράφος Μακάριος Δρουσιώτης, με στοιχεία που δεν έχουν αμφισβητηθεί: Ο επικεφαλής του κράτους εμφανίζεται ως αρχηγός συμμορίας ο οποίος βάζει το συμφέρον του και εκείνο των φίλων και πελατών του πάνω από το συμφέρον των πολιτών και του κράτους. Για πρώτη φορά δημοσιεύεται μια τόσο ευθεία κατηγορία με στοιχεία, χωρίς την παραμικρή αντίδραση – καμιά διάψευση ούτε επιβεβαίωση, μήτε καν μια μήνυση για δυσφήμιση, από τον ίδιο τον πρόεδρο ή κάποιον από όσους αναφέρονται. Ιλιγγιώδη ποσά διακινούνται ανάμεσα σε δικηγορικά γραφεία και εταιρείες εικονικές ή μη, τραπεζίτες, Ρώσους μεγιστάνες και κρατικούς ανώτατους αξιωματούχους που κατονομάζονται – όλα αυτά την περίοδο που το Κράτος ήταν στα πρόθυρα οικονομικής καταστροφής και οι πολίτες πλήρωσαν τα ρουσφέτια των τραπεζιτών.
Το χειρότερο όλων, όμως, το οποίο επισημαίνει και ο Μ. Δρουσιώτης, είναι η αποτυχία των θεσμών, ακόμα και των ανεξάρτητων: Από τη Δικαιοσύνη ώς τη Γενική Εισαγγελία, από την Κεντρική Τράπεζα ώς τις Ελεγκτικές Υπηρεσίες και από τη Βουλή και τις Επιτροπές της (κυρίως την Επιτροπή Θεσμών) ώς τις ηγεσίες των κομμάτων, όλοι αδυνατούν να ανταποκριθούν στον ρόλο τους είτε κάτω από πιέσεις, εκβιασμούς, εξαρτήσεις, είτε προσωπικές ατζέντες και την ακατανίκητη ισχύ του χρήματος. Αυτό εξηγεί ως έναν βαθμό και την ανυπαρξία σοβαρής αντίδρασης από την αντιπολίτευση, η οποία αρκείται σε ανώδυνες γενικεύσεις περί διαφθοράς, με μόνο σκοπό να ροκανίσει απλώς την προεδρική καρέκλα του Αναστασιάδη, αποφεύγοντας μια ουσιαστική συζήτηση στοιχείων και αποδείξεων, προφανώς επειδή στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί (άλλη μια κοινοτοπία, αλλά τόσο παραστατική). Με ποιον θα αντικαταστήσουμε τον Αναστασιάδη, λοιπόν;
Και ο... κυρίαρχος λαός; Απλώς τσακώνεται στα καφενεία και βρίζει σχολιάζοντας άρθρα στα ΜΜΕ και στα Κοινωνικά Δίκτυα. Η ποιότητα του λόγου που εκφέρεται, η κατανόηση κειμένου, η σύνταξη και η ορθογραφία είναι όλα τραγικά. Κυριαρχούν η παπαγαλία ανούσιων κομματικών θέσεων, η διαστρέβλωση, οι ιδεοληψίες και η εμπάθεια, είτε αναφέρονται στην πολιτική και στο Κυπριακό είτε στα εμβόλια, στη θρησκεία, στην εκπαίδευση, στους μετανάστες.
Αλλά για να έχεις γνώμη πρέπει να έχεις γνώση, προσωπική ή από αξιόπιστες πηγές. Κανείς δεν τα ξέρει όλα, όμως καθένας πρέπει να γνωρίζει τα όρια της άγνοιάς του. Όσοι χρησιμοποιούν το υβρεολόγιο ως επιχείρημα, απλώς αποκαλύπτουν ότι αγνοούν το μέγεθος της κενότητάς τους, την οποία υποσυνείδητα επιχειρούν να καλύψουν πουλώντας ανόητο τσαμπουκά. Να πώς επικρατούν εντέλει αυτοί που ΔΕΝ μας αξίζουν, ακόμα και αν είναι πιο κενοί και από τους οπαδούς τους.
Του Χρήστου Αρβανίτη
Φιλελεύθερος
12/11/2021