Τέσσερις δεκαετίες, ίδιες οι διαφωνίες, ίδια και η ρητορική
60 χρόνια Κυπριακό, 40 χρόνια συνομιλίες
Είμαστε στο 2009, το Κυπριακό όπου να ‘ναι θα συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του. Αν ήταν εργαζόμενος θα έβγαινε στη σύνταξη. Όμως, το εθνικό μας πρόβλημα είναι ακόμη στην ακμή του. Έφαγε πέντε γενικούς γραμματείς και 14 ειδικούς απεσταλμένους. Επιβίωσε όλου του Ψυχρού Πολέμου και κρατιέται ζωντανό 20 χρόνια μετά την επικράτηση της Νέας Τάξης. Κατάπιε ακόμη και το βαθύ κράτος της Τουρκίας, ενώ τώρα απειλεί να παραλύσει τις σχέσεις της ΕΕ με το ΝΑΤΟ.
Στα εξήντα χρόνια του Κυπριακού περάσαμε από το Ένωσις και μόνον Ένωσις στη δεσμευμένη ανεξαρτησία σε συνεταιρισμό με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Πήγαμε στην πρώτη μορφή διχοτόμησης το 1963- 64, στην ντε φάκτο διχοτόμηση το 1974, στην ομοσπονδία το 1977, στην «ΤΔΒΚ» το 1983, στην ημι-αναγνώρισή της το 2004 και φτάσαμε σε σημείο όπου η ντε γιούρε διχοτόμηση απέκτησε κοινωνικό ρεύμα.
Η «διχοτόμηση είναι στο κατώφλι μας», όμως κάθε χρονοδιάγραμμα λύσης «είναι αντιπαραγωγικό». Δεν δεχόμαστε «χρονοδιαγράμματα ούτε επιδιαιτησίες», επιδιώκουμε μια «λύση από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους», που να είναι «δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη», κ.τ.λ., κ.τ.λ., κ.τ.λ...
Οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού ξεκίνησαν το 1968 μεταξύ του Κληρίδη και του Ντενκτάς προς αναζήτηση λύσης βελτιωμένης Ζυρίχης. Σε εκείνη τη φάση τα ΗΕ δεν συμμετείχαν καθόλου. Η διαδικασία ήταν κυπριακής ιδιοκτησίας, για μια λύση από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους.
Οι Ελληνοκύπριοι ήθελαν να ακυρώσουν πολλές από τις ποσοστώσεις των Τουρκοκυπρίων που ήταν κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα του 1960 (π.χ. αναλογία 70:30 στη δημόσια υπηρεσία κ.τ.λ.). Οι Τουρκοκύπριοι το συζητούσαν, υπό τον όρο ότι θα έπαιρναν για αντάλλαγμα ξεχωριστούς δήμους με καθεστώς αυτοδιοίκησης για τοπικά ζητήματα.
Οι Τουρκοκύπριοι φοβούνταν πως αν υποβαθμίζονταν από κοινότητα σε μειονότητα θα απορροφούνταν από τη μεγάλη ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Από την άλλη, οι Ελληνοκύπριοι φοβούνταν πως αν οι Τουρκοκύπριοι εξασφάλιζαν τοπική αυτονομία, αυτή θα μετεξελισσόταν σε ομοσπονδία και τελικά σε απόσχιση.
Το 1969 - πριν από 40 ακριβώς χρόνια- κι ένα χρόνο μετά την έναρξη των συνομιλιών, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ υπέβαλε την έκθεσή του για την ανανέωση της θητείας της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, που ήρθε στην Κύπρο το 1964 για τρεις μήνες και έκλεισε αισίως τα 45! Στην έκθεση εκείνη, ο Γενικός Γραμματέας έκανε μια αξιολόγηση των συνομιλιών, με βάση τις δημόσιες δηλώσεις των μερών. Διαβάζοντας κανείς αυτήν την έκθεση και τις θέσεις του Μακαρίου, του Κουτσιούκ, του Κληρίδη και του Ντενκτάς, διαπιστώνει πως συζητάμε ακριβώς τα ίδια πράγματα με την ίδια φρασεολογία και την ίδια προσέγγιση:
Ο Ντενκτάς για το περιεχόμενο της λύσης:
«Η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως αν τα θέματα του κράτους διαχωρίζονταν από τα ζητήματα της τοπικής αυτονομίας και οι κοινότητες αποκτούσαν το δικαίωμα να διαχειρίζονται τις δικές τους τοπικές υποθέσεις, θα μπορούσαν να βρεθούν οι τρόποι και τα μέσα για να παραμεριστούν τα περισσότερα από τα δικαιώματα που προβλέπονται σε κρατικό επίπεδο από το Σύνταγμα του 1960».
- Ακριβώς την ίδια προσέγγιση έχει σήμερα η τουρκοκυπριακή πλευρά. Ο Ταλάτ δηλώνει πως όσο περισσότερες αρμοδιότητες έχουν τα ομόσπονδα κρατίδια, τόσο λιγότερη θα είναι η συμμετοχή που θα διεκδικήσουν στην κεντρική κυβέρνηση.
Ο Μακάριος για τις τουρκικές θέσεις:
«Οι προτάσεις των Τουρκοκυπρίων σχετικά με την τοπική κυβέρνηση ισοδυναμούν με τη δημιουργία ενός «κράτους εν κράτει» και είναι απαράδεκτες. (...) Ενώ δεν υπάρχει πρόθεση ή επιθυμία να υποτάξουμε τους Τουρκοκυπρίους ή να τους στερήσουμε τα δικαιώματά τους ως ισότιμων πολιτών, η κυβέρνησή μου δεν θα αποδεχθεί την καντονοποίηση ή την ομοσπονδοποίηση της Κύπρου».
- Τότε η συζήτηση ήταν μόνο για τοπική αυτοδιοίκηση, σήμερα, με τη μη έγκαιρη λύση, φτάσαμε στη διζωνική ομοσπονδία. Τότε η θέση για αυτοδιοίκηση ονομαζόταν ομοσπονδία. Σήμερα η θέση για ομοσπονδία θεωρείται πρόθεση για συνομοσπονδία.
Ο Κουτσιούκ για τη μορφή της λύσης:
«Είμαι πεπεισμένος ότι η κατάλληλη λύση για το πρόβλημα της Κύπρου θα είναι ένα σύστημα διοίκησης που θα βασίζεται σε ένα συνεταιρισμό που θα λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, ομού με τις ταυτότητες και τα συμφέροντά τους, ενώ επίσης θα πληροί τις προϋποθέσεις ασφαλείας της τουρκοκυπριακής κοινότητας».
- Αν αντικαταστήσουμε τη λέξη κοινότητες με τη λέξη πολιτείες, η δήλωση του Κουτσιούκ, το 1969, θα μπορούσε να είχε γίνει από τον Ταλάτ, το 2009.
Ο Μακάριος για τις συνομιλίες:
«Θα συνεχίσουμε τις συνομιλίες με την ανεξάντλητη υπομονή και καλή θέληση, παρόλο που τα περιθώρια ελπίδας για ένα ευοίωνο αποτέλεσμα συνεχώς στενεύουν λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας. Οι συνομιλίες αποτελούν τη μόνη διαδικασία για την εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα της Κύπρου και παρόλο που δεν είμαι ικανοποιημένος με την πρόοδό τους δεν νομίζω ότι δικαιολογείται να μιλάμε για αποτυχία».
- Αν αντικαταστήσουμε το όνομα Μακάριος με το όνομα Χριστόφιας και την ημερομηνία από 1969 σε 2009, οι ίδιες δηλώσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν γίνει χθες.
Ο Κληρίδης για τα χρονοδιαγράμματα:
«Η αρχή της εξεύρεσης λογικής λύσης αποδεκτής και από τις δύο πλευρές -μιας λύσης η οποία θα είναι μόνιμη, δίκαιη και λειτουργική- δεν πρέπει να θυσιαστεί για χάρη μιας γρήγορης συμφωνίας».
- Η δήλωση αυτή θα μπορούσε να είναι «cοpy paste», από σημερινή δήλωση του Δημήτρη Χριστόφια.
Το «ορθό ναι» του Γ. Γρίβα
Όταν άρχισανοι συνομιλίες για βελτιωμένη Ζυρίχη, ο Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος ζούσε στην Αθήνα, θεωρούσε τη συζήτηση λύσης άλλης από την άμεση ένωση προδοσία. Για να ανακόψει αυτή την προδοσία, εκστράτευσε στην Κύπρο, και σε συμμαχία με την ομάδα Ιωαννίδη εντός της χούντας, ίδρυσε την ΕΟΚΑ Β και με ένοπλη δράση να εμποδίσει την υπογραφή ή την εφαρμογή οποιασδήποτε συμφωνίας. Ο Γρίβας καταφερόταν ενάντια στον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο οποίος πίεζε τον Μακάριο να συμφωνήσει με τους Τουρκοκύπριους. Ο Μακάριος προσπάθησε να πείσει τον Γρίβα να συμπορευτεί μαζί του, στην προσπάθεια του να εδραιώσει την ελληνοκυπριακή επικυριαρχία στην Κυπριακή Δημοκρατία, έχοντας την ένωση ως κρυφή ατζέντα. Όμως, ο Γρίβας επέμενε στην ένωση «εδώ και τώρα».
Οι σκοποί και οι επιδιώξεις του Γρίβα ήταν ξεκάθαροι μέσα από τα γραπτά κείμενά του, πολλά από τα οποία αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά, στον τέταρτο τόμο της βιογραφίας του, που έγραψε ο Λεωνίδας Λεωνίδου.
Ένα από τα ντοκουμέντα αυτά είναι σημείωμα του Γρίβα, μετά από συνάντηση που είχε με τον επιχειρηματία Ευαγόρα Λανίτη, στο σπίτι του στη Λεμεσό, τον Ιανουάριο του 1973.
Ο Γρίβας επισκέφθηκε τον Λανίτη για να ζητήσει οικονομική ενίσχυση για την ΕΟΚΑ Β. Ο Λανίτης τον ρώτησε πώς θα γινόταν η ένωση, αφού δεν την ήθελε η ελληνική κυβέρνηση. Οπόταν ο Γρίβας του ανέπτυξε τη στρατηγική του:
«Σήμερον η Ένωσις είναι δυνατή αρκεί να το θελήσωμεν ημείς και να το θέσωμεν εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν η οποία δεν δύναται να την αρνηθή. Προσπάθεια ιδική μας είναι η κατάληψις της εξουσίας, η απομάκρυνσις του Μακαρίου ώστε το αίτημα της Ενώσεως, ως αίτημα ολόκληρου του Κυπριακού λαού θα υποβάλλαμεν πλέον εις τον ΟΗΕ καλούντες τούτον να τιμήση τας υπογραφάς των μελών του, και (προς) την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. Ουδείς θα ετόλμα, ούτε η Τουρκία να κάμη απόβασιν εις Κύπρον διότι διεκδικούμεν δίκαιον αίτημα διεθνώς αναγνωρισμένον. Ο Κυπριακός λαός δεν ενέκρινε τας Συμφωνίας Ζυρίχης ? Λονδίνου, ούτε είναι υπεύθυνος διΆ αυτάς. Εν των μεταξύ θα οργανώσωμεν την άμυναν της νήσου και εάν η Τουρκία θέλει να κάμη απόβασιν και ακόμη εάν η Ελλάς δεν θελήση να μας ενισχύση η Κύπρος δύναται με τας ίδιας δυνάμεις να αποκρούσει τυχόν απόβασιν Τουρκικήν. Τούτο δε αμφιβάλλω εάν η Τουρκία θα τολμήση να κάμη τοιαύτην, όχι μόνον διότι μέχρι τούδε εμπλόφαρε αλλά και διότι η εσωτερική κατάστασίς της είναι τοιαύτη ώστε είναι αμφίβολον εάν είναι εις θέσιν να κάμη επιστράτευσιν και να αντιμετωπίση πόλεμον και εις τα σύνορα της Ηπειρωτικής και νησιώτικης Ελλάδας».
Αυτή η παιδαριώδης πολιτική και στρατιωτική ανάλυση, που είναι διάχυτη σε όλα του τα κείμενα, διέπνεε τον ένοπλο αγώνα του Γρίβα κατά του ανεξάρτητου κράτους. Τις παραμέτρους του «πολιτικού διαλόγου», το 1970, τις καθόριζε ο παραλογισμός των φανατικών. Οι νούσιμοι και οι μετριοπαθείς απλώς παρακολουθούσαν απαθείς. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τα σημερινά δεν είναι καθόλου, μα καθόλου συμπτωματική.
Μακάριος Δρουσιώτης
Πολίτης
11/10/2009